Ταμείο Ανάκαμψης: κρίση, περικοπές και ταξική πάλη στην ημερήσια διάταξη

Μετά από τέσσερις μήνες παράλυσης, οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία την περασμένη εβδομάδα, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της βαθύτερης κρίσης που αντιμετώπισε η Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.


[Source]

Σύμφωνα με την προτεινόμενη συμφωνία, η οποία δεν έχει ψηφιστεί ακόμα από το Ευρωκοινοβούλιο, εκτός από τον προτεινόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ ύψους 1,074 τρισεκατομμυρίων ευρώ, θα δημιουργηθεί ένα νέο «Ταμείο Ανάκαμψης» ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων στις χώρες-μέλη.

Μετά από τέσσερις ημέρες τεταμένων διαπραγματεύσεων και συμφωνιών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εμφανίστηκαν με χαμόγελα, καθώς ανακοίνωναν τα νέα. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαιρέτισε τη συμφωνία ως «μια ιστορική ημέρα για την Ευρώπη», ενώ ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, δήλωσε ότι «έχει γραφτεί μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ΕΕ».

Όμως, ενώ το συμφωνημένο Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να καταφέρει να καθυστερήσει τη διάλυση της ΕΕ, η οποία είχε αναδειχθεί ως πραγματική πιθανότητα, δεν μπορεί να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Οι βαθιές ρωγμές στο θεμέλια της ΕΕ έχουν προσωρινά μόνο αμβλυνθεί και θα διευρυνθούν, καθώς αρχίζει να γίνεται αισθητός ο πραγματικός αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης.

Η Μέρκελ αλλάζει θέση

Οι προηγούμενες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής λύσης στην κρίση «σκόνταψαν» στο ολοένα και πιο διευρυμένο χάσμα Βορρά-Νότου, το οποίο εμφανίστηκε ξεκάθαρα για πρώτη φορά στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη το 2009 και επανεμφανίστηκε στα πρώτα στάδια της πανδημίας του κορονωϊού. Από τη μια πλευρά, τα πιο υπερχρεωμένα κράτη του Νότου, όπως η Ιταλία, ζήτησαν η ευρωπαϊκή βοήθεια να λάβει τη μορφή «αμοιβαιοποίησης» του χρέους με τα «ευρωομόλογα». Όμως, αυτή η πρόταση απορρίφθηκε με αγανάκτηση από τα κράτη του Βορρά που υποστηρίζουν τη λιτότητα, με επικεφαλής τη Γερμανία, τα οποία επέμειναν ότι η στήριξη πρέπει να έχει τη μορφή δανείων, που θα συνδέονται με ένα πρόγραμμα οικονομικών «μεταρρυθμίσεων».

Το χάσμα σε αυτό το ζήτημα ήταν τόσο μεγάλο, που η προηγούμενη σύνοδος κορυφής των ηγετών της ΕΕ, στις 23 Απριλίου, διαλύθηκε εν μέσω αμοιβαίων κατηγοριών, χωρίς καν μια κοινή δήλωση. Ο Μακρόν απείλησε ακόμη: «Η Ευρώπη δεν έχει μέλλον, εάν δεν μπορούμε να βρούμε απάντηση σε αυτό το φοβερό σοκ».

Κι όμως, το σημείο καμπής ήρθε στις 18 Μαΐου, όταν ο Μακρόν και η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, δημοσίευσαν κοινή δήλωση, προτείνοντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δανειστεί 500 δισεκατομμύρια ευρώ και να τα διανείμει σε επιχορηγήσεις στα κράτη μέλη. Η αλλαγή της θέσης της Γερμανίας μετατόπισε την ισορροπία σε μια συμφωνία, αν και λιγότερο γενναιόδωρη. Γιατί όμως η ξαφνική προσέγγιση μεταξύ των δύο ισχυρότερων χωρών του μπλοκ;

Σίγουρα, ένα πράγμα που απασχολούσε τις σκέψεις των Γερμανών και Γάλλων ηγετών ήταν η τεταμένη πολιτική κατάσταση στην Ιταλία, η οποία είχε πληγεί περισσότερο από την πανδημία και αντιμετώπιζε μία οικονομική καταστροφή. Η απόλυτη αποτυχία της ΕΕ ή των κρατών-μελών της να στηρίξουν την Ιταλία την περίοδο της πανδημίας ενίσχυσε τη διάθεση εναντίωσης στην ΕΕ στη χώρα σε άνευ προηγουμένου και επικίνδυνα υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας μια πραγματική πιθανότητα η Ιταλία να βγει από την Ένωση. Αλλά η Ιταλία δεν ήταν το μόνο ζήτημα, αν η Ιταλία ήταν το μόνο πρόβλημα, θα μπορούσαν να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις.

Η ξαφνική αλλαγή θέσης της Μέρκελ ανέτρεψε τη για μια δεκαετία αντίσταση της Γερμανίας στην «αμοιβαιοποίηση» του ευρωπαϊκού χρέους. Το 2012, ανακοίνωσε ακόμη ότι δεν θα υπάρξουν ευρωομόλογα «όσο ζω». Ωστόσο, το ταμείο διάσωσης 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε την περασμένη εβδομάδα, θα χρηματοδοτηθεί από την έκδοση ομολόγων από την ίδια την ΕΕ, τα οποία θα εξοφληθούν μέσω μελλοντικών προϋπολογισμών. Αν και αυτό δεν θα επηρεάσει άμεσα το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών, αποτελεί ένα κοινό ευρωπαϊκό μέσο δανεισμού, στο οποίο μέχρι πρόσφατα αντιστέκονταν το Βερολίνο.

Αφού απέρριψε στο παρελθόν την αμοιβαιοποίηση του χρέους ως παράνομη, η Μέρκελ ανακάλυψε ξαφνικά μια άλλη «ρήτρα αλληλεγγύης» στη Συνθήκη, που θα επέτρεπε μια τέτοια κίνηση. Αυτό δείχνει μόνο την ευελιξία στην ερμηνεία των Συνθηκών, όταν διακυβεύονται τα συμφέροντα των μεγάλων «παιχτών». Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι προϊόν μιας νέας ερμηνείας της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αυτό που άλλαξε μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου ήταν ότι το πραγματικό βάθος της οικονομικής κρίσης έγινε πολύ πιο ξεκάθαρο.

Βαθιά κρίση

Η Γερμανία έχει εισέλθει σε βαθιά ύφεση. Το γερμανικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2% το πρώτο τρίμηνο του 2020 και τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο, που κυκλοφόρησαν σήμερα, δείχνουν μια περαιτέρω πτώση του 10,1%. Μια πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προέβλεψε ότι σε ολόκληρο το 2020 η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά περίπου 6%, με την οικονομία να είναι ακόμη μικρότερη στο τέλος του 2021 απ’ ό,τι το 2019.

Αυτά τα στοιχεία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η οικονομία της ΕΕ, στο σύνολό της, αναμένεται να συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 8% το 2020 – μια πτώση διπλάσια απ’ αυτή της ύφεσης του 2009. Αλλά, ακόμη κι αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. Η έκθεση της Επιτροπής κάνει δύο σημαντικές παραδοχές: ότι ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας δεν θα προκαλέσει σημαντική οικονομική αναστάτωση, κάτι που είναι εξαιρετικά απίθανο και ότι το εμπόριο με τη Μεγάλη Βρετανία θα παραμείνει αμετάβλητο, το οποίο, κρίνοντας από την πρόοδο των διαπραγματεύσεων για το Brexit, φαίνεται επίσης υπερβολικά αισιόδοξο. Είναι επομένως πιθανό το ΑΕΠ της ΕΕ να μειωθεί έως και 15% φέτος.

Ακόμη και πριν από την επιστροφή της Μέρκελ στο δρόμο προς τις Βρυξέλλες, τα πιο νηφάλια στρατηγικά μυαλά της γερμανικής πρωτεύουσας είχαν ήδη αρχίσει να αλλάζουν τη θέση τους, καθώς το πραγματικό βάθος της κρίσης γινόταν εμφανές. Στα τέλη Μαρτίου, ένας από τους κορυφαίους οικονομολόγους της Γερμανίας, ο Μάικλ Χούτερ, ο οποίος ήταν από καιρό σκληρός αντίπαλος του κοινού ευρωπαϊκού χρέους, «ενώθηκε» με έξι άλλους Γερμανούς οικονομολόγους, ζητώντας από την Ευρωζώνη να εκδώσει κοινά «ευρωπαϊκά ομόλογα κρίσης» αξίας 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης.

Η ξαφνική μεταστροφή της προς την ευρωπαϊκή αδελφότητα και αλληλεγγύη αντικατοπτρίζει το απλό γεγονός ότι η Γερμανία πρόκειται να αντιμετωπίσει τη βαθύτερη κρίση της μετά την επανένωσή της και, ως έθνος που εξάγει σε μεγάλο βαθμό, η ανάκαμψή της θα εξαρτηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από την πώληση αγαθών στην Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά. Η αύξηση των τάσεων προστατευτισμού στις ΗΠΑ και την Κίνα θα κάνει την κατάσταση της Γερμανίας πιο δύσκολη.

Η σκέψη των Γερμανών καπιταλιστών εκφράστηκε χαρακτηριστικά από τη Φραντσίσκα Μπράντνερ, του γερμανικού Πράσινου Κόμματος, που δήλωσε: «δεν μπορούμε να αναβιώσουμε την οικονομία μας μετά απ’ αυτή την κρίση, όταν η μισή ενιαία αγορά δεν θα λειτουργεί πλέον», προσθέτοντας, «είναι υπαρξιακό θέμα». Έχοντας όλο και περισσότερο εξαρτηθεί από τη Γερμανία, οι πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες απειλούν τώρα να τραβήξουν τη Γερμανία «στο βυθό» μαζί τους. Σε μια τέτοια κατάσταση, η πρότερη υποστήριξή της στη λιτότητα έχει «εκπαραθυρωθεί».

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ο ρόλος της Γαλλίας και του Προέδρου της, Εμανουέλ Μακρόν. Η συμφωνία θεωρείται ευρέως ως πολιτική νίκη για τον Μακρόν, ο οποίος έχει παρουσιαστεί ως όχι μόνο Γάλλος αλλά Ευρωπαίος ηγέτης, και αφοσιωμένος υπερασπιστής των κρατών του Νότου. Αλλά πίσω από τις δηλώσεις αλληλεγγύης υπάρχει ένα στενό εθνικό συμφέρον.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τη θέση της Γαλλίας σήμερα μ’ αυτήν της ελληνικής κρίσης του 2015. Το 2015, ο «σοσιαλιστής» Φρανσουά Ολλάντ μπορεί να ήταν περισσότερο υποστηρικτικός στην ελληνική υπόθεση από τη Γερμανίδα ομόλογό του, αλλά τελικά υποστήριξε το τσάκισμα του ελληνικού λαού με τη λιτότητα. Σήμερα, ο Μακρόν, ένας αυτοαποκαλούμενος «φιλελεύθερος», ο οποίος έχει περάσει τα τελευταία τρία χρόνια, προσπαθώντας να αφαιρέσει τα εργασιακά δικαιώματα και κάθε κατάκτηση των Γάλλων εργαζομένων, βρίσκεται τώρα στην πρώτη γραμμή των εκκλήσεων για τα ευρωομόλογα και για γενναιόδωρες επιχορηγήσεις σε κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Πού οφείλεται αυτή η μεταστροφή;

Είναι σαφές ότι η οικονομική και δημοσιονομική κατάρρευση στην Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες οικονομίες από την Ελλάδα, σίγουρα θα γίνονταν αισθητές σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ίδια η Γαλλία έχει γίνει μια «νότια» χώρα. Το γαλλικό κρατικό χρέος προβλέπεται να φτάσει στο 115% του ΑΕΠ έως το τέλος του έτους, ενώ η γαλλική οικονομία προβλέπεται να απολέσει το 10,5% του ΑΕΠ φέτος στην καλύτερη περίπτωση, μόνο ελαφρώς μικρότερη απώλεια από την Ιταλία και την Ισπανία (και οι δύο πρόκειται να χάσουν 11 %). Η ίδια η Γαλλία χρειάζεται βοήθεια.

Αυτή η νέα, ενοποιημένη απάντηση είναι επομένως προϊόν αμοιβαίας αδυναμίας, όχι αλληλεγγύης. Οι δυνάμεις της Ευρώπης επέλεξαν να βουλιάξουν μαζί από το να βουλιάξουν η κάθε μία ξεχωριστά.

«Πικρό φάρμακο»

Αντί να ενισχύσει την ΕΕ και να σηματοδοτήσει ένα βήμα προς τα εμπρός στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε την περασμένη εβδομάδα θα χρησιμεύσει πραγματικά για την αποδυνάμωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ υπέρ των εθνικών προϋπολογισμών και προετοιμάζει το έδαφος για ακόμη πιο έντονες συγκρούσεις για τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς.

Προκειμένου να κερδίσουν υποστήριξη για επιχορηγήσεις και δάνεια σε μεμονωμένα κράτη-μέλη, κόπηκαν μεγάλα κομμάτια του προτεινόμενου προϋπολογισμού της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κονδυλίων που προορίζονταν για τη στήριξη «πράσινων» βιομηχανιών, υγειονομικής περίθαλψης και ιατρικής έρευνας. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ ως οργανισμός θα είναι λιγότερο εξοπλισμένη, για να αντιμετωπίσει δύο από τις μεγαλύτερες κρίσεις που αντιμετωπίζει ο κόσμος τα επόμενα επτά χρόνια.

Αυτή η επίθεση στον προϋπολογισμό της ΕΕ, για να δικαιολογήσει το δανεισμό για τα κράτη-μέλη, καταδικάστηκε από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία έχουν το επίσημο δικαίωμα να απορρίψουν την πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η Ευρωπαία Επίτροπος, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι η πρόταση ήταν «πικρό φάρμακο», κατά τη διάρκεια συζήτησης την Πέμπτη 23 Ιουλίου, στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωβουλευτών ψήφισε υπέρ ενός ψηφίσματος που δηλώνει ότι «δεν αποδέχονται» τους όρους της συμφωνίας και μπορεί να «αρνηθούν να την ψηφίσουν».

Αυτό δεν είναι το μοναδικό σημείο διαφωνίας. Μία ρήτρα που συνδέει την πρόσβαση σε κεφάλαια της ΕΕ με το σεβασμό στο «κράτος δικαίου» είχε εγκαταλειφθεί από τους Ευρωπαίους αρχηγούς κρατών, για να εξασφαλιστεί η υποστήριξη του Ούγγρου Βίκτορ Ορμπάν και της δεξιάς κυβέρνησης στην Πολωνία για τη συμφωνία. Οι ευρωβουλευτές ζητούν τώρα να συμπεριληφθεί αυτή η ρήτρα «κράτους δικαίου», μια κίνηση που θα προκαλούσε μια μεγάλη σύγκρουση, με τον Ορμπάν ειδικότερα, ο οποίος έχει απειλήσει να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε συμφωνία που θα περιελάμβανε μια τέτοια ρήτρα.

Υπάρχει επίσης το «ενοχλητικό» ζήτημα ποιος θα πληρώσει για την τεράστια παράταση του δανεισμού από την επιτροπή της ΕΕ. Τα χρέη της ΕΕ είναι εγγυημένα από τον προϋπολογισμό της, αλλά ο προϋπολογισμός χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα κράτη-μέλη. Μέχρι τη στιγμή που πρόκειται να συμφωνηθεί ο επόμενος προϋπολογισμός, το 2027, οι πληρωμές τόκων για το χρέος των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ της ΕΕ θα πρέπει είτε να προέλθουν από περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό, από μεγάλη αύξηση των φόρων σε επίπεδο ΕΕ ή από αυξημένες συνεισφορές από τα κράτη-μέλη. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα γίνει ένα σημαντικό σημείο διαμάχης στο μέλλον, με πλουσιότερα κράτη, όπως η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία και η Σουηδία να εξασφαλίζουν αυξημένες εκπτώσεις στις συνεισφορές τους στον προϋπολογισμό, ενώ τα φτωχότερα κράτη είναι πιθανό να είναι ακόμη λιγότερο ικανά να πληρώσουν στο μέλλον.

Επιθέσεις στην εργατική τάξη

Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα απ’ όλα είναι τι αποτέλεσμα θα έχει στην πραγματικότητα το Ταμείο Ανάκαμψης στα κράτη που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και αν θα αρκούσε να διατηρήσει την ΕΕ ενωμένη τα επόμενα χρόνια.

Βεβαίως, η προοπτική επιχορηγήσεων δισεκατομμυρίων ευρώ χαιρετίστηκε από τους Ισπανούς και Ιταλούς καπιταλιστές και οι ηγέτες τους το έχουν ανακηρύξει σε σημαντική νίκη. Αλλά και αυτοί έπρεπε να αποδεχτούν όρους που μπορεί να το μετατρέψουν σε μια κάπως πύρρειο νίκη. Πρώτον, από τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο 390 δισεκατομμύρια ευρώ θα λάβουν τη μορφή επιχορηγήσεων, εκ των οποίων 312,5 δισεκατομμύρια ευρώ θα διατεθούν απευθείας στα κράτη-μέλη. Τα υπόλοιπα θα λάβουν τη μορφή δανείων, τα οποία δε θα προσφέρουν και τόση ανακούφιση στην Ιταλία, που έχει ένα «βουνό» χρέους 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ.

Επιπλέον, πριν από την άφιξη των χρημάτων το 2021, οι παραλήπτες θα πρέπει να υποβάλουν σχέδια στο ταμείο, καθορίζοντας πώς σκοπεύουν να «μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους, για να τονώσουν την ανάκαμψη». Ενώ η διαδικασία μπορεί να μην είναι τόσο βάναυση και εξευτελιστική όσο τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, είναι δεδομένο ότι, για να αποκτήσει πρόσβαση στις επιχορηγήσεις 81 δισεκατομμυρίων ευρώ που της υποσχέθηκαν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, για παράδειγμα, η Ιταλία θα πρέπει να δεσμευτεί να μειώσει τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις συντάξεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων, προτού δει έστω και ένα ευρώ από τα λεγόμενα μετρητά του Πακέτου Ανάκαμψης.

Στην Ισπανία, υπάρχει ήδη απαίτηση από την ΕΕ για τη «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού συστήματος (διάβασε αντι-μεταρρύθμιση) και για την ισπανική κυβέρνηση του PSOE και των Unidos- Podemos να εγκαταλείψουν τη δηλωμένη πρόθεσή τους να αντιστρέψουν τα αντεργατικά μέτρα της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνηση του PP. Αυτό θα θέσει σε δοκιμασία τον συνασπισμό των δύο κομμάτων, καθώς και τα διαπιστευτήριά τους ως «προοδευτική κυβέρνηση».

Για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα, εάν κάποιο κράτος-μέλος (όπως η Ολλανδία) πιστεύει ότι ένα άλλο δεν τηρεί τις υποσχέσεις του για «μεταρρυθμίσεις», θα έχει το δικαίωμα να κάνει ένσταση, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα το πάγωμα περαιτέρω πληρωμών έως και τρεις μήνες.

Αυτές οι προϋποθέσεις εγγυώνται ότι οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν γι’ αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης με τη μορφή χαμηλότερων μισθών, χειρότερων συνθηκών και περικοπών στις συντάξεις και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ τα αφεντικά του Νότου προστατεύουν τα κέρδη τους με τις επιδοτήσεις από την ΕΕ. Αντί να μετριάσει τα δεινά των μαζών, αυτή η «λύση» θα επιδεινώσει την κρίση για εκατομμύρια ανθρώπους και θα ανοίξει το δρόμο για ακόμη μεγαλύτερες πολιτικές εκρήξεις στο μέλλον.

Είτε οι κυβερνήσεις του Νότου θα πραγματοποιήσουν περικοπές, κάτι που θα προκαλέσει εξέγερση σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα από τις απεργίες που είδαμε στη Γαλλία τα τελευταία δύο χρόνια. Ή, υπό την πίεση των μαζών και την άνοδο των λαϊκιστών της Δεξιάς, αυτές οι κυβερνήσεις δεν θα πραγματοποιήσουν τις περικοπές, προκαλώντας σημαντικές αντιπαραθέσεις με την ΕΕ, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαινόμενα ανάλογα με τα επαναστατικά γεγονότα στην Ελλάδα το 2015.

Η μόνη άλλη εναλλακτική λύση είναι οι χώρες του Βορρά, δηλαδή η Γερμανία, να πληρώνουν περισσότερα, για να διατηρήσουν το status quo. Αλλά, όπως έχουμε δει με την άνοδο του εθνικιστικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί πολύ περισσότερο. Η κυρίαρχη πτέρυγα της γερμανικής άρχουσας τάξης εξακολουθεί να βλέπει τη μόνη σωτηρία της στη διατήρηση της ενιαίας αγοράς, αλλά μια ισχυρή μειονότητα ζητά από τη Γερμανία να μην πληρώσει για τις δαπάνες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Αυτό θα κερδίσει υποστήριξη, καθώς η κρίση συνεχίζεται, απουσία και μιας πραγματικής σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης. Εν ολίγοις, όσο συνεχίζεται η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, θα κερδίσουν είτε οι εθνικιστές του Νότου είτε οι εθνικιστές του Βορρά, είτε πιθανότατα και οι δύο. Ό,τι και να γίνει, οι εργάτες θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό.

Καμία λύση στον καπιταλισμό

Όσοι από τη ρεφορμιστική Aριστερά έχουν χαιρετίσει αυτήν τη συμφωνία ως «επιστροφή στον κεϋνσιανισμό», «μάχη για την ψυχή της ΕΕ» ή ακόμη και «Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη» παραπλανιούνται εντελώς. Πρώτα απ’ όλα, η παρουσίαση των κεϋνσιανών πολιτικών ή του New Deal ως κέρδος για την εργατική τάξη είναι εντελώς παραπλανητική. Αυτά τα μέτρα εφαρμόστηκαν από τους καπιταλιστές, αποκλειστικά για να σώσουν το καπιταλιστικό σύστημα σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, ενώ οι εργάτες συνέχισαν να υποφέρουν από φτώχεια και ανεργία. Γιατί κάποιος στην Αριστερά να θέλει να σώσει τον καπιταλισμό, όταν σέρνει την ανθρωπότητα στη βαρβαρότητα;

Επιπλέον, τα συμφωνηθέντα μέτρα δεν αντιπροσωπεύουν κάποια θεμελιώδη αλλαγή πολιτικής από την πλευρά των καπιταλιστικών κυβερνήσεων από τη «νεοφιλελεύθερη λιτότητα» στον «κοινωνικό κεϋνσιανισμό». Αντίθετα, τα δάνεια που λαμβάνει τώρα η ΕΕ θα πάνε να διασώσουν τους καπιταλιστές και θα πρέπει τελικά να πληρωθούν από τους εργάτες, όπως εξηγήσαμε. Αυτό δεν είναι διαφορετικό απ’ αυτό που συνέβη μετά την κρίση του 2008. Εκείνη την εποχή, υπήρχε επίσης μια «μεγαλοπρεπής» συζήτηση για «σχέδια επανεκκίνησης της οικονομίας», και δισεκατομμύρια διοχετεύτηκαν στις τράπεζες, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση του συστήματος. Αυτό οδήγησε σε μια μαζική αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο μέσα σε δύο χρόνια μετατράπηκε σε μαζικές περικοπές λιτότητας σ’ όλες τις χώρες, καθώς οι καπιταλιστές έκαναν τους εργάτες να πληρώσουν το τίμημα της διάσωσης του συστήματός τους.

Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι μια σοσιαλιστική, διεθνιστική, εναλλακτική για την εργατική τάξη στην ΕΕ. Οι αναπτυσσόμενοι αγώνες της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα πρέπει να ενωθούν σε έναν διεθνή αγώνα για την ανατροπή της ΕΕ και των θεσμών της, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συμμαχία των αστικών τάξεων της Ευρώπης.

Όχι στο χρέος και τη λιτότητα σε ολόκληρη την ΕΕ, αντ’ αυτού δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία σε ολόκληρη την Ευρώπη! Όχι στην καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση, αντ’ αυτού Σοσιαλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, τις μόνες που μπορούν να προσφέρουν ένα εγγυημένα καλύτερο μέλλον στην εργατική τάξη και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα της Ευρώπης.