Αναλυτική πολιτική δήλωση της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
[Source]
Το πρώτο θύμα του πολέμου είναι η αλήθεια. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία. Οι μαρξιστές πρέπει να είναι σε θέση να δουν πέρα από το παραπέτασμα καπνού των ψεμάτων και της πολεμικής προπαγάνδας και να αναλύσουν τους πραγματικούς λόγους πίσω από τη σύγκρουση, τα αίτια που την προκάλεσαν και τα πραγματικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από τις δικαιολογίες των διαφόρων εμπλεκόμενων μερών. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να το δούμε τα γεγονότα από τη σκοπιά των συμφερόντων της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Ενώ είμαστε αντίθετοι στην επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, το κάνουμε για τους δικούς μας λόγους, τους οποίους θα εξηγήσουμε εδώ. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις κραυγές και τους ψεύτικους λυγμούς των χυδαίων ΜΜΕ. Είναι αυτονόητο ότι το πρώτο μας καθήκον είναι να αποκαλύψουμε τα αποκρουστικά ψέματα και την υποκρισία των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Καταγγέλλουν εμφατικά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με το σκεπτικό ότι παραβιάζει την «εθνική κυριαρχία» και το «διεθνές δίκαιο».
Αυτές οι δηλώσεις βρωμάνε υποκρισία. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι λακέδες του είναι ακριβώς αυτοί που έχουν μία μακρά και αιματηρή ιστορία παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας και του λεγόμενου διεθνούς δικαίου.
Κατά την επιδίωξη των ιμπεριαλιστικών τους στόχων, ποτέ δεν είχαν ενδοιασμούς να προχωρήσουν σε βομβαρδισμούς και εισβολές κατά κυρίαρχων κρατών (Ιράκ), σε σφαγές αμάχων (Βιετνάμ), στην οργάνωση φασιστικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων (Χιλή) και τις πολιτικές δολοφονίες (Αλιέντε, Λουμούμπα). Είναι οι τελευταίοι άνθρωποι στη Γη που δικαιούνται να παραδίδουν διαλέξεις για τις αρετές της ειρήνης, της δημοκρατίας και των άλλων ανθρώπινων αξιών.
Όλες οι συζητήσεις για την κυριαρχία της Ουκρανίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται υπό τον αυξανόμενο έλεγχο των ΗΠΑ μετά τη νίκη του κινήματος Euromaidan το 2014. Όλοι οι βασικοί μοχλοί της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας βρίσκονται στα χέρια μιας διεφθαρμένης ολιγαρχίας και της κυβέρνησής της, η οποία, με τη σειρά της, είναι μία μαριονέτα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και ένα πιόνι στα χέρια της.
Το ΔΝΤ υπαγορεύει τις οικονομικές πολιτικές της Ουκρανίας και η πρεσβεία των ΗΠΑ διαδραματίζει βασικό ρόλο στο σχηματισμό των κυβερνήσεών της. Στην πραγματικότητα, ο σημερινός πόλεμος είναι σε μεγάλο βαθμό μια σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας, που διαδραματίζεται στο έδαφος της Ουκρανίας.
Οι επιθετικές βλέψεις του ΝΑΤΟ
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία αποδυναμώθηκε σοβαρά στη διεθνή σκηνή. Παρ’ όλες τις υποσχέσεις για το αντίθετο, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός εκμεταλλεύτηκε αυτό το γεγονός για να επεκτείνει την επιρροή του ανατολικά, διευρύνοντας το ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ ένιωθε ότι ήταν παντοδύναμος, με τους πολιτικούς στην Ουάσιγκτον να διακηρύσσουν μια «Νέα Παγκόσμια Τάξη». Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ παρενέβη σε πρώην σοβιετικές σφαίρες επιρροής, όπως η Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ. Η Ρωσία έπρεπε να υποστεί την ταπείνωση του πολέμου του ΝΑΤΟ στη Σερβία. Ακολούθησε μια συνεχής σειρά «έγχρωμων» επαναστάσεων για την εγκατάσταση φιλοδυτικών κυβερνήσεων, την ανάπτυξη στρατευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, συνοδευόμενη από στρατιωτικές ασκήσεις κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και αμέτρητες άλλες προκλήσεις.
Όμως όλα τα πράγματα έχουν τα όριά τους. Φτάσαμε σε ένα σημείο όπου η ρωσική άρχουσα τάξη, τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπεί ο Πούτιν, είπε αρκετά. Αυτό το σημείο ήταν το 2008, με τον πόλεμο στη Γεωργία, η οποία σχεδίαζε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ είχε βαλτώσει στο Ιράκ, η Ρωσία διεξήγαγε έναν σύντομο πόλεμο κατά της Γεωργίας, καταστρέφοντας τον στρατό της (που είχε εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από το ΝΑΤΟ) και στη συνέχεια αποσύρθηκε, έχοντας εξασφαλίσει σημεία υποστήριξης στην Αμπχαζία και τις Δημοκρατίες της Βόρειας Οσετίας, που αποσχίστηκαν από τη Γεωργία.
Η ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία σηματοδότησε μια περαιτέρω προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ – αυτή τη φορά, στα ιστορικά σύνορα της Ρωσίας. Αυτό ήταν μια μεγάλη πρόκληση και η Ρωσία αντέδρασε το 2014 προχωρώντας στην προσάρτηση της Κριμαίας – η οποία κατοικείται κυρίως από ρωσόφωνο πληθυσμό και είναι η έδρα του στόλου του ρωσικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα, που βρίσκεται στο λιμάνι της Σεβαστούπολης. Παρείχαν επίσης στρατιωτική βοήθεια στους αντάρτες στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του ρωσόφωνου λαού του Ντονμπάς και του δεξιού εθνικιστικού καθεστώτος του Κιέβου. Η Δύση διαμαρτυρήθηκε, εφάρμοσε κυρώσεις, αλλά δεν υπήρξαν σοβαρές συνέπειες για τη Ρωσία.
Το 2015, αφού ήταν σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες να δεσμεύσουν χερσαία στρατεύματα στη Συρία, η Ρωσία παρενέβη στο πλευρό του Άσαντ και καθόρισε την έκβαση του εμφυλίου πολέμου. Η Συρία ήταν σημαντική για τη Ρωσία καθώς φιλοξενεί τη μοναδική της ναυτική βάση στη Μεσόγειο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σοβαρό πισωγύρισμα για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, σε μια περιοχή που έχει στρατηγική σημασία για αυτούς.
Τώρα, ο Πούτιν έχει διαισθανθεί άλλη μια ευκαιρία να εδραιώσει εκ νέου τη δύναμη της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ μόλις υπέστησαν μια ταπεινωτική ήττα στο Αφγανιστάν. Η Ρωσία μπόρεσε να μεσολαβήσει για την ειρήνη στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας το 2020. Παρενέβη για να υποστηρίξει τον Λουκασένκο στη Λευκορωσία το 2020-2021 και στη συνέχεια επενέβη στρατιωτικά στο Καζακστάν στις αρχές του 2022.
Μοιραίο ρόλο έπαιξαν οι αυξημένες προκλήσεις από την κυβέρνηση Ζελένσκι. Μετά την ανατροπή του Γιανουκόβιτς το 2014, η ουκρανική κυβέρνηση προώθησε τα ζητήματα της ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αυτό στη συνέχεια κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα το 2020. Ο Ζελένσκι, ο κωμικός που έγινε πρόεδρος, είχε εκλεγεί το 2019 με το δυνατό του σημείο να είναι πως ήταν ένας αουτσάιντερ, κάποιος που επρόκειτο να εξυγιάνει την πολιτική σκηνή, να συγκρουστεί με τους ολιγάρχες και ταυτόχρονα κάνει ειρήνη με τη Ρωσία.
Ωστόσο, υπό την πίεση της ακροδεξιάς και της Ουάσιγκτον, ακολούθησε την αντίθετη πολιτική.
Το θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ τοποθετήθηκε και πάλι ψηλά στην ημερήσια διάταξη και προωθήθηκε ενεργητικά από την κυβέρνηση. Η Ρωσία δικαίως το βλέπει αυτό ως απειλή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό δεν ισχύει, και ότι και άλλες χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία είναι ήδη μέλη του ΝΑΤΟ. Αλλά αυτό το επιχείρημα χάνει εντελώς την ουσία του ζητήματος. Η παρούσα κατάσταση είναι ακριβώς το αποτέλεσμα δεκαετιών πίεσης του δυτικού ιμπεριαλισμού σε μία προσπάθεια να περικυκλωθεί η Ρωσία, η οποία τώρα αντιδρά.
Ήταν η εισβολή αναπόφευκτη;
Διαλεκτικά, η ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα της φυσικής, φτάσαμε σε ένα κρίσιμο σημείο κατά το οποίο το ξέσπασμα των εχθροπραξιών έμπαινε ξεκάθαρα στην ημερήσια διάταξη.
Ωστόσο, υπάρχουν πάντα διαφορετικές επιλογές, ακόμη και στους πολέμους. Αν ο Πούτιν μπορούσε να είχε πετύχει τους στόχους του χωρίς να μπει στον κόπο της εισβολής, με όλους τους κινδύνους και το κόστος που θα συνεπαγόταν, προφανώς θα προτιμούσε να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Μια τέτοια πιθανότητα υπήρχε και μας φαινόταν και ως η πιο πιθανή υπόθεση.
Υπήρχαν κάποιες ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ θα ήταν έτοιμες να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις. Και γιατί όχι; Άλλωστε, ο Μπάιντεν είπε δημόσια ότι το θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης για το άμεσο μέλλον. Όμως τελικά τα γεγονότα πήραν διαφορετική πορεία.
Ο Πούτιν χρησιμοποιούσε την απειλή της στρατιωτικής δράσης (αν και αρνιόταν ότι θα εισέβαλε) για να αναγκάσει τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τα αιτήματά του ήταν αρκετά σαφή: όχι ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, τερματισμός της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και εγγυήσεις ασφάλειας στην Ευρώπη.
Αυτά τα αιτήματα αντιστοιχούσαν ακριβώς στα συμφέροντα του ρωσικού καπιταλισμού, και έτσι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά της Ουάσιγκτον. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει ούτε εκατοστό παραχωρήσεων στα αιτήματα της Ρωσίας. Αλλά ούτε ήταν έτοιμη να δεσμεύσει χερσαία στρατεύματα για την άμυνα της Ουκρανίας. Φυσικά οι απειλές για οικονομικές κυρώσεις, χωρίς την δέσμευση για στρατιωτική επέμβαση, δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν τον Πούτιν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους δυναμική. Όταν ο Πούτιν δεν έλαβε τις αναμενόμενες παραχωρήσεις, δεν του έμεινε άλλη εναλλακτική επιλογή από το να δράσει. Η ώρα για παιχνίδια είχε τελειώσει.
Ποια ήταν η αιτία της πεισματικής άρνησης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να κάνει οποιεσδήποτε παραχωρήσεις; Δεν μπορούσαν να δείξουν ότι ενδίδουν σε απειλές. Αυτό θα υπονόμευε περαιτέρω το κύρος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Το ίδιο όμως ίσχυε και από την πλευρά του Πούτιν.
Η πεισματική άρνηση της Δύσης ακόμη και να εξετάσει τα αιτήματα της Ρωσίας τον έφερε σε μία θέση που είτε θα έπρεπε να ενεργήσει σύμφωνα με τις απειλές του είτε να παραιτηθεί. Αυτό καθόρισε τη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων.
Σαν σκακιστής ο Πούτιν είχε ήδη λάβει υπόψη την απροθυμία του δυτικού ιμπεριαλισμού να επέμβει άμεσα με στρατεύματα στην Ουκρανία και είχε ήδη προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων. Με μια τρομερή δύναμη 190.000 στρατιωτών ήδη συγκεντρωμένη στα σύνορα της Ουκρανίας, η επόμενη κίνησή του ήταν προκαθορισμένη.
Κάθε επιθετικός πόλεμος απαιτεί πάντα κάποια δικαιολογία. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τη δικαιολογία του ουκρανικού βομβαρδισμού του Ντόνετσκ, τον οποίο χαρακτήρισε «γενοκτονία». Αυτό είναι βέβαια υπερβολή, αλλά, αντίθετα με ότι λένε οι ιμπεριαλιστές του ΝΑΤΟ, έχει μία δόση αλήθειας.
Η σκληρή καταπίεση που υπέστη ο ρωσόφωνος λαός του Ντόνετσκ στα χέρια του ουκρανικού στρατού δεν αμφισβητείται. Τα τελευταία οκτώ χρόνια, περίπου 14.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε αυτή τη σύγκρουση, και η μεγάλη πλειοψηφία ήταν άμαχοι από την περιοχή του Ντόνετσκ. Υπολογίζεται ότι το 80% των οβίδων έχουν εκτοξευθεί από τη μεριά του ουκρανικού στρατού.
Ο Πούτιν έριξε το γάντι αναγνωρίζοντας τις δημοκρατίες του Ντονμπάς και στέλνοντας στρατεύματα για να στηρίξουν την απόφασή του. Αυτό ήταν το σήμα για την έναρξη μιας στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τις ενέργειες του Πούτιν;
Σε όλα αυτά, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιδιώκει φυσικά να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα. Ενισχύοντας τον εθνικισμό ελπίζει να ανακτήσει τη δημοτικότητα που έχασε τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, των επιθέσεων στους εργαζόμενους, στις συντάξεις, στα δημοκρατικά δικαιώματα κ.λπ.
Αυτό λειτούργησε το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας και πιστεύει ότι μπορεί να επαναλάβει το ίδιο κόλπο.
Θέλει να εμφανίζεται ως ισχυρός ο άνδρας που στέκεται απέναντι στη Δύση και υπερασπίζεται τους Ρώσους όπου κι αν βρίσκονται. Υποδύεται τον υπερασπιστή του ρωσικού πληθυσμού του Ντονμπάς. Αυτό είναι ψέμα. Ο Πούτιν δεν νοιάζεται για τα δεινά των κατοίκων του Ντονμπάς.
Χρησιμοποίησε τις Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ ως πιόνια για να πετύχει τους στόχους του στην Ουκρανία. Αυτό ήταν το πραγματικό νόημα των συμφωνιών του Μινσκ.
Στην πραγματικότητα, έχει φαντασιώσεις αυτοκρατορικού μεγαλείου. Βλέπει τον εαυτό του στο ρόλο ενός είδους τσάρου, στα πρότυπα της ρωσικής αυτοκρατορίας πριν το 1917 και του αντιδραστικού μεγάλου ρωσικού σοβινισμού της. Η ιδέα ότι ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να παίξει κάθε είδους προοδευτικό ρόλο στην Ουκρανία είναι εντελώς γελοία.
Ρωσικός ιμπεριαλισμός
Η Ρωσία δεν είναι μια αδύναμη χώρα που κυριαρχείται από τον ιμπεριαλισμό. Μακριά από αυτό η Ρωσία είναι μια περιφερειακή δύναμη, της οποίας οι πολιτικές μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο ως ιμπεριαλιστικές. Ο πραγματικός λόγος για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι η προσπάθεια διασφάλισης των σφαιρών επιρροής και των συμφερόντων εθνικής ασφάλειας του ρωσικού κεφαλαίου.
Ένας απελπισμένος φορμαλιστής θα μπορούσε να αντιταχθεί λέγοντας ότι η Ρωσία δεν διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που έθεσε ο Λένιν στο περίφημο βιβλίο του, «Ιμπεριαλισμός : το υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού». Ίσως ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η Ρωσία δεν είναι ιμπεριαλιστική. Η απάντηση σε αυτή την αντίρρηση βρίσκεται στο ίδιο βιβλίο του Λένιν.
Ο Λένιν περιγράφει τη Ρωσία ως «μια χώρα πιο καθυστερημένη οικονομικά, όπου ο σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός είναι μπλεγμένος, θα λέγαμε, σε ένα ιδιαίτερα στενό δίκτυο προκαπιταλιστικών σχέσεων». Αλλά ταυτόχρονα, περιλαμβάνει την τσαρική Ρωσία στα πέντε κορυφαία ιμπεριαλιστικά έθνη. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η τσαρική Ρωσία ήταν οικονομικά καθυστερημένη και δεν εξήγαγε ποτέ ούτε ένα καπίκι κεφαλαίου.
Η Ρωσία σήμερα δεν είναι πλέον η ίδια καθυστερημένη, υπανάπτυκτη χώρα που ήταν πριν από το 1917. Τώρα είναι μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα όπου υπάρχει υψηλός βαθμός συγκέντρωσης κεφαλαίων, όπου ο τραπεζικός τομέας (ο ίδιος πολύ συγκεντρωτικός) παίζει βασικό ρόλο στην οικονομία.
Αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην οικονομία της Ρωσίας. Επιπλέον, αυτοί οι πόροι δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο ξένων πολυεθνικών, αλλά βρίσκονται στα χέρια Ρώσων ολιγαρχών. Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη διασφάλισης των αγορών για τις εξαγωγές ενέργειας της (ιδιαίτερα της Ευρώπης) και των μέσων για την παράδοσή τους.
Είναι αλήθεια ότι η Ρωσία δεν μπορεί να τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η μακράν η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο. Συγκριτικά, η Ρωσία είναι μια μικρή ή μεσαία ιμπεριαλιστική δύναμη. Η οικονομική της δύναμη δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτή των ΗΠΑ, ούτε καν με αυτή των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Ρωσία είναι μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη με φιλοδοξίες στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Η Ρωσία κληρονόμησε από τη Σοβιετική Ένωση ένα πυρηνικό οπλοστάσιο και τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει πολλά στον εκσυγχρονισμό του στρατού της. Κατατάσσεται στις πέντε πρώτες χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο, οι στρατιωτικές της δαπάνες έχουν αυξηθεί κατά 30% τα τελευταία χρόνια και είναι η τρίτη χώρα στον κόσμο όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (4,3%).
Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ένας αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε. Θα έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην Ουκρανία, τη Ρωσία και διεθνώς. Γι’ αυτούς τους λόγους είμαστε αντίθετοι στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Αυτός ο πόλεμος γεννά το εθνικό μίσος μεταξύ λαών που τους ενώνουν ιστορικοί δεσμοί, τροφοδοτεί περαιτέρω τις διαθέσεις αντιδραστικού ουκρανικού εθνικισμού από τη μια πλευρά και αντιδραστικού μεγάλου ρωσικού σωβινισμού από την άλλη, διχάζοντας την εργατική τάξη σε εθνικές γραμμές.
Η μόνη εγγύηση ενάντια σε αυτό το εθνικιστικό δηλητήριο είναι ότι οι Ρώσοι εργάτες διατηρούν μια αδιάλλακτη στάση προλεταριακού διεθνισμού, στέκονται σταθερά ενάντια στο σοβινιστικό δηλητήριο και αντιτίθενται στις αντιδραστικές πολιτικές του Πούτιν, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η θέση που υιοθέτησε το ρωσικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) αποτελεί πρότυπο από αυτή τη σκοπιά.
Από την πλευρά τους, ενώ αντιστέκονται στη ρωσική επιθετικότητα, οι εργαζόμενοι της Ουκρανίας πρέπει να καταλάβουν ότι η χώρα τους έχει προδοθεί επαίσχυντα από εκείνους που ισχυρίστηκαν ότι ήταν φίλοι και σύμμαχοί τους. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές γύπες τους ώθησαν εσκεμμένα σε έναν πόλεμο και μετά παρακολουθούσαν με σταυρωμένα τα χέρια την Ουκρανία να βυθίζεται σε ένα αιματηρό τέλμα. Το γεγονός ότι στη συνέχεια υποσχέθηκαν περιορισμένη παροχή όπλων, αλλά όχι φυσικά στρατιωτική επέμβαση, είναι μία κυνική προσπάθεια να παραταθεί η σύγκρουση ώστε να καθυστερήσει η ρωσική προέλαση και να προκληθεί ο μέγιστος αριθμός θυμάτων και από τις δύο πλευρές σε μία προσπάθεια να «σκοράρουν» πόντους στην προπαγάνδα τους ενάντια στην Ρωσία.
Η συζήτηση για κυρώσεις, η πολεμική ρητορική για «μάχη μέχρι τέλους», ενώ αρνούνται να δεσμεύσουν δικούς τους στρατιώτες να πολεμήσουν στην Ουκρανία, τα κροκοδείλια δάκρυα για τα βάσανα των φτωχών Ουκρανών κ.λπ. – όλα αυτά δεν μπορούν να κρύψουν το ξεκάθαρο γεγονός ότι η Ουκρανία αντιμετωπίζεται ως πιόνι σε ένα κυνικό παιχνίδι ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ουκρανοί! Ανοίξτε τα μάτια σας και καταλάβετε ότι η χώρα σας θυσιάστηκε στον ματωμένο βωμό του ιμπεριαλισμού! Και συνειδητοποιήστε ότι οι μόνοι αληθινοί φίλοι σας είναι οι εργαζόμενοι του κόσμου!
Συνέπειες στις παγκόσμιες σχέσεις
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει βαθιές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ΗΠΑ είναι η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο και η πιο αντεπαναστατική δύναμη στον πλανήτη. Αλλά η παρούσα κρίση έχει αποκαλύψει την υποβόσκουσα αδυναμία του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.
Η δύναμή του διαβρώθηκε σταδιακά από τη γενική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, η οποία εκφράζεται με κολοσσιαία αστάθεια, πολέμους και ανατροπές, που κοστίζουν τόσο μεγάλες ποσότητες αίματος και χρημάτων που είναι αδύνατο να στηριχθούν ακόμη και από το πιο πλούσιο έθνος στη γη.
Η καταστροφική έκβαση της στρατιωτικής κατοχής του Ιράκ και του Αφγανιστάν έχει αποκαλύψει αυτή την αδυναμία σε όλους. Αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που έπεισαν τον Πούτιν να ξεκινήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υπολόγισε ότι οι Αμερικανοί δεν θα επενέβαιναν στρατιωτικά και δεν είχε άδικο.
Μετά από ήττες σε μια σειρά από περιπέτειες στρατιωτικών επεμβάσεων, που ήταν καταστροφικά δαπανηρές και δεν έλυσαν τίποτα, η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ δεν έχει πλέον καμία όρεξη για στρατιωτικές περιπέτειες. Τα χέρια του Μπάιντεν ήταν ουσιαστικά δεμένα.
Αυτό το γεγονός θα ληφθεί σοβαρή υπόψιν από την Κίνα, η οποία έχει πλέον αναδειχθεί ως ο ισχυρός αντίπαλος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έχει έρθει αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ σε πολλά μέρη του κόσμου και θεωρείται στην Ουάσιγκτον μία πολύ μεγαλύτερη απειλή από τη Ρωσία.
Η Κίνα δεν είναι πλέον το αδύναμο, οικονομικά καθυστερημένο, κυριαρχούμενο έθνος όπως ήταν το 1949. Έχει μια ισχυρή βιομηχανική βάση και είναι τώρα μια τρομερή στρατιωτική δύναμη. Δεν κρύβει τα σχέδιά της για την Ταϊβάν, την οποία λέει ότι επιθυμεί να προσαρτήσει στην Κίνα μέσω ειρηνικών διαπραγματεύσεων, αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, μπορεί να το κάνει με στρατιωτικά μέσα.
Η ουκρανική υπόθεση ήταν ένα χρήσιμο μάθημα για το Πεκίνο σχετικά με τους περιορισμούς της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ. Και παρ’ όλο που δεν ήθελε να προκαλέσει τους εμπορικούς της εταίρους στη Δύση υποστηρίζοντας ανοιχτά τη Ρωσία – με αποτέλεσμα να απέχει από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – κατέστησε ξεκάθαρο ότι κατηγορεί τις ΗΠΑ για το γεγονός πως πιέζουν για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Η Κίνα έχει καταλήξει ξεκάθαρα σε συμφωνία με τη Ρωσία για να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων (άλλος ένας λόγος για τον οποίο αυτές θα αποτύχουν). Η ουκρανική υπόθεση θα οδηγήσει αναμφίβολα σε ένα στενότερο μπλοκ μεταξύ των Ρώσων και Κινέζων ιμπεριαλιστών την επόμενη περίοδο – μια εξέλιξη που η Ουάσιγκτον πρέπει να φοβάται, όπως ο διάβολος φοβάται λιβάνι.
Διασπάσεις ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους συμμάχους του
Η σύγκρουση ανάμεσα στα συμφέροντα των ΗΠΑ και αυτά της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε επίσης στην επιφάνεια τις διαφορές της Ουάσιγκτον τους συμμάχους της στην Ευρώπη και ιδιαίτερα με τη Γαλλία και της Γερμανία. Παραδοσιακά, οι Γάλλοι αστοί προσπαθούσαν πάντα να διατηρούν την αυταπάτη ότι έχουν μια ορισμένη ανεξαρτησία, αναπτύσσοντας τα δικά τους πυρηνικά όπλα και καλλιεργώντας τη δική τους σφαίρα ιμπεριαλιστικής επιρροής στην Αφρική και αλλού. Σε αυτή τη σύγκρουση, ο Μακρόν προσπάθησε να παίξει έναν ανεξάρτητο ρόλο. Εν μέρει, παρακινήθηκε από τις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Αλλά η θέση του Παρισιού και του Βερολίνου βασίζεται και σε οικονομικά συμφέροντα.
Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό (40 %) από την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία, η οποία εισάγει το 60% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία και έχει σημαντικές επενδύσεις εκεί. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος πίσω από την απροθυμία της Γερμανίας να λάβει μέτρα που θα επιδεινώσουν τη σύγκρουση και την απροθυμία της να εφαρμόσει κυρώσεις στη Ρωσία.
Τη στιγμή που θα τελειώσει η παρούσα σύγκρουση (κάτι που θα γίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο), αυτές οι κυρώσεις, και πολλές άλλες, θα καταργηθούν αθόρυβα, καθώς η επιζήμια επίδραση στην ευρωπαϊκή οικονομία –καταρχήν στη Γερμανία– θα ήταν πολύ οδυνηρή. Παρά τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, η Γερμανία δεν μπορεί να βρει κατάλληλες εναλλακτικές πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου σε βιώσιμες τιμές.
Η Γερμανία είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη από μόνη της, και η εξωτερική της πολιτική υπαγορεύεται από τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου, τα οποία δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με αυτά του αμερικανικού κεφαλαίου. Το γερμανικό κεφάλαιο ελέγχει την Ευρώπη μέσω των μηχανισμών της Ε.Ε. Επί 30 χρόνια είχε μια πολιτική επέκτασης της επιρροής της στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια (παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην αντιδραστική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας) και το εξωτερικό της εμπόριο τη συνδέει στενά με την Κίνα.
Μετά την ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβλήθηκαν όρια στο πόσο επιτρεπόταν στη Γερμανία να ανοικοδομήσει τον στρατό της. Η γερμανική άρχουσα τάξη ήταν πάντα προσεκτική ώστε να μην θεωρηθεί ότι έπαιζε άμεσο ρόλο σε ξένες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές περιπέτειες, αν και η Γερμανία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ. Αυτή η απροθυμία διαλύθηκε πριν από λίγο καιρό. Η Γερμανία, υπό τον Πράσινο Υπουργό Εξωτερικών, έστειλε στρατεύματα στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990. Ενώ αντιτάχθηκε στην εισβολή στο Ιράκ το 2003, έστειλε στρατεύματα στο Αφγανιστάν.
Τώρα, το γερμανικό κεφάλαιο έχει χρησιμοποιήσει τη δικαιολογία του πολέμου στην Ουκρανία για να ξεκινήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα στρατιωτικών δαπανών. Είναι αναπόφευκτο ότι οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική δύναμη θα χρειαστεί να συνδυάσει την οικονομική της δύναμη με μια αντίστοιχη στρατιωτική δύναμη.
Φυσικά, ο κύριος εχθρός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα και υπήρξε μια ξεκάθαρη πολιτική στροφής προς την Ασία από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Σε αυτή τη σύγκρουση, η Κίνα τάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας. Την ίδια στιγμή, τα συμφέροντα της Κίνας δεν είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα της Ρωσίας. Ο κινεζικός ιμπεριαλισμός υπερασπίζεται τα συμφέροντα των Κινέζων καπιταλιστών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εξαγωγών στις αγορές στη Δύση. Για το λόγο αυτό, η Κίνα δεν θέλει να εμφανίζεται δημόσια ως υπεύθυνη για τις ενέργειες της Ρωσίας, αν και φυσικά τις υποστηρίζει.
Δεν τίθεται απολύτως κανένα θέμα νέου παγκόσμιου πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, ούτε μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, εν μέρει, ακριβώς λόγω της απειλής πυρηνικού πολέμου, αλλά και λόγω της αποφασιστικής αντίθεσης σε έναν τέτοιο πόλεμο εκ μέρους των μαζών. Οι καπιταλιστές δεν διεξάγουν πόλεμο για τον πατριωτισμό, τη δημοκρατία ή άλλα ιδανικά. Διεξάγουν πόλεμο για το κέρδος, για να κατακτήσουν ξένες αγορές, πηγές πρώτων υλών (πετρέλαιο) και για να επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής τους.
Αλλά ένας πυρηνικός πόλεμος θα σήμαινε την αμοιβαία καταστροφή και των δύο πλευρών. Έχουν μάλιστα επινοήσει μια φράση για να το περιγράψουν αυτό: MAD (αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή). Το ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα ήταν προς το συμφέρον των τραπεζιτών και των καπιταλιστών είναι αυτονόητο.
Οικονομικές συνέπειες
Μια άλλη σημαντική πτυχή του ζητήματος είναι ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία στην παγκόσμια οικονομία.
Ήδη, στα τέλη του 2019, η παγκόσμια οικονομία κινούνταν προς μια νέα ύφεση. Καθώς επιστρέφουμε σε κάποιο είδος κανονικότητας μετά το σοκ της πανδημίας, η κατάσταση είναι εξαιρετικά εύθραυστη. Δεν έχουν ακόμη ανακτήσει όλες οι χώρες τα επίπεδα παραγωγής τους πριν από την πανδημία. Η παγκόσμια οικονομία είναι γεμάτη με πολλές αντιφάσεις. Οποιοδήποτε σοκ μπορεί να την οδηγήσει σε ύφεση.
Η κρίση στην Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας, η οποία θα μπορούσε να γίνει ακόμη χειρότερη. Αυτό αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία και ενισχύει παράγοντες που ήδη λειτουργούν προς μια κατεύθυνση στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή οικονομικής στασιμότητας σε συνδυασμό με υψηλές τιμές. Ορισμένοι αστοί οικονομολόγοι υπολόγισαν ότι αυτή η σύγκρουση θα μπορούσε να κοστίσει το 0,5% από την ανάπτυξη του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο το 2023 και το 2024. Αυτό σε μια εποχή που οι προβλέψεις για την ανάπτυξη είναι ήδη πενιχρές.
Η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει πολύ χειρότερη πολύ γρήγορα. Οι κυρώσεις ήδη πλήττουν τη ρωσική οικονομία. Οι τελευταίες εκθέσεις δείχνουν μια απότομη πτώση της αξίας του ρουβλιού, η οποία ανάγκασε την κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια. Υπήρξε μια απότομη αύξηση του πληθωρισμού και πλήθη ανήσυχων ανθρώπων αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες. Έκλεισε επίσης και το χρηματιστήριο της Μόσχας.
Αυτά τα αποτελέσματα χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό από τους δυτικούς σχολιαστές, οι οποίοι αγνόησαν το γεγονός ότι τα δικά τους χρηματιστήρια παρουσίαζαν μεγάλες απώλειες και ότι οι τιμές εκτοξεύονταν και εδώ. Ωστόσο, οι άμεσες επιπτώσεις στη Ρωσία θα εξαλειφθούν σύντομα και κάτι που μοιάζει με ισορροπία θα αποκατασταθεί. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την παγκόσμια οικονομία.
Αλλά οι κυρώσεις είναι ένα όπλο με διπλή κόψη. Μπορούμε να περιμένουμε με βεβαιότητα ότι η Ρωσία θα ανταποδώσει τις κυρώσεις. Θα χρησιμοποιήσει την απειλή της διακοπής της παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και ο Μεντβέντεφ έχει ήδη απειλήσει να κάνει απαλλοτριώσεις σε δυτικά συμφέροντα στη Ρωσία.
Η θέση του εργατικού κινήματος
Ο πόλεμος θέτει σε δοκιμασία όλες τις τάσεις του εργατικού κινήματος, και όπως ήταν αναμενόμενο, οι ρεφορμιστές και οι σοσιαλδημοκράτες έσπευσαν να στηρίξουν τη δική τους άρχουσα τάξη, όντας οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Οι αριστεροί ρεφορμιστές στη Δύση έχουν χωριστεί σε διαφορετικά στρατόπεδα: κάποιοι στηρίζουν ανοιχτά την άρχουσα τάξη, με το σύνθημα «κάτω τα χέρια από την Ουκρανία». Αλλοι έχουν περιοριστεί σε άχρηστο πασιφισμό, ζητώντας την επιστροφή στον μυθικό κανόνα του «διεθνούς δικαίου» και ελπίζοντας στο ότι η «διπλωματία» θα μπορέσει να σταματήσει τον πόλεμο.
Στη Ρωσία, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει συνθηκολογήσει με τη δική τους άρχουσα τάξη και υποστήριξε πλήρως την ιμπεριαλιστική επέμβαση του Πούτιν. Άλλοι στα Αριστερά έχουν γίνει ουρά στους φιλελεύθερους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης.
Η θέση των επαναστατών μαρξιστών πρέπει να είναι ξεκάθαρη: μια ταξική στάση βασισμένη στο σύνθημα πως «ο κύριος εχθρός της εργατικής τάξης είναι εντός των συνόρων». Δεν πρέπει να υπάρχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη στο ΝΑΤΟ και στους δυτικούς ιμπεριαλιστές γκάνγκστερ, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εργάτες και τους σοσιαλιστές στη Δύση.
Το καθήκον της μάχης ενάντια στην αντιδραστική συμμορία στο Κρεμλίνο είναι έργο των Ρώσων εργατών. Το καθήκον των επαναστατών στη Δύση είναι να πολεμήσουν ενάντια στη δική τους αστική τάξη, ενάντια στο ΝΑΤΟ και ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό – την πιο αντεπαναστατική δύναμη στον πλανήτη.
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε καμία πλευρά σε αυτόν τον πόλεμο, γιατί είναι ένας αντιδραστικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές. Σε τελική ανάλυση, είναι μια σύγκρουση μεταξύ δύο ομάδων ιμπεριαλιστών. Δεν υποστηρίζουμε κανένα από τα δύο. Οι άνθρωποι της φτωχής, αιμορραγούσας Ουκρανίας είναι τα θύματα αυτής της σύγκρουσης, την οποία δεν δημιούργησαν και δεν την επιθυμούν.
Η μόνη εναλλακτική λύση στο καρναβάλι της αντίδρασης και στα δεινά του πολέμου για τους Ουκρανούς εργάτες και νέους είναι μια πολιτική ταξικής ενότητας ενάντια στους Ουκρανούς ολιγάρχες, καθώς και ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Το εθνικό ζήτημα στην Ουκρανία είναι εξαιρετικά περίπλοκο και οποιαδήποτε προσπάθεια να κυβερνηθεί η χώρα με βάση τον εθνικισμό (είτε ουκρανικό είτε φιλορώσικο), θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε διάλυση της χώρας, εθνοκάθαρση και εμφύλιο πόλεμο, όπως έχουμε ήδη δει σε άλλες περιπτώσεις.
Τελικά, ο καπιταλισμός, στην εποχή της γεροντικής παρακμής του, σημαίνει πόλεμο και οικονομική κρίση. Ο μόνος τρόπος για να μπει ένα τέλος στη φρίκη που γεννά αυτό το σύστημα είναι μέσω της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη, στη μια χώρα μετά την άλλη, και της ανατροπής αυτού του σάπιου συστήματος. Για αυτό χρειάζεται μια επαναστατική ηγεσία – μια ηγεσία που να βασίζεται σταθερά στις αρχές του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Το πιο επείγον καθήκον είναι, επομένως, η υπομονετική δουλειά για το χτίσιμο των δυνάμεων του μαρξισμού, για το χτίσιμο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης.
Λονδίνο, 28 Φεβρουαρίου 2022