Μια σωρεία τραπεζικών κρίσεων, αγώνων και καταστολής συγκλόνισαν πρόσφατα τις αγροτικές περιοχές της επαρχίας Χενάν στην Κίνα. Νωρίτερα μέσα στο έτος, αρκετές τοπικές τράπεζες δήλωσαν ότι οι πελάτες δεν μπορούσαν πλέον να αποσύρουν τις δικές τους αποταμιεύσεις. Οι καταθέτες οργάνωσαν γρήγορα έναν αγώνα ενάντια στις τράπεζες, οι οποίες βοηθήθηκαν και υποκινήθηκαν από τη γραφειοκρατία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Παρά το γεγονός ότι οι Κινέζοι ζουν στο πιο προηγμένο τεχνολογικά κράτος επιτήρησης και αστυνόμευσης στην παγκόσμια ιστορία, οι διαμαρτυρίες των καταθετών σύντομα κλιμακώθηκαν από οικονομικά σε πολιτικά αιτήματα και συνθήματα. Αυτές οι άνευ προηγουμένου εξελίξεις συγκέντρωσαν ευρεία προσοχή σε όλη την Κίνα, καθώς πολλοί εργαζόμενοι και νέοι φοβούνται για το μέλλον τους εν μέσω λοκντάουν και κρίσεων στον τομέα των ακινήτων που απειλούν να διαχυθούν σε άλλους τομείς της οικονομίας.
[Source]
Μετά από μήνες μαζικών αγώνων και κυβερνητικής καταστολής, το κινεζικό κράτος έχει αρχίσει να επιστρέφει τις αποταμιεύσεις των καταθετών σε πέντε αγροτικές τράπεζες στη Χενάν και την Ανχούι. Ωστόσο, τίποτα δεν έχει λυθεί ουσιαστικά. Αυτές οι παραχωρήσεις δεν μπορούν να κρύψουν τη βάρβαρη και αντιδραστική φύση του δεσποτικού καπιταλισμού της Κίνας, που έχει αποκαλυφθεί από αυτό το γεγονός.
Ο τραπεζικός πανικός και οι πρώτοι αγώνες
Από τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους, πολλές τράπεζες από τις αγροτικές περιοχές των επαρχιών Χενάν και Ανχούι της Κίνας έχουν σταματήσει να παρέχουν υπηρεσίες ανάληψης ή συναλλαγών στους καταθέτες των λογαριασμών ταμιευτηρίου τους. Τον Μάρτιο η αστυνομία ανακοίνωσε ότι ο Σουν Ζενφού, ο πρώην αντιπρόεδρος της Αγροτικής και Εμπορικής Τράπεζας της Ξουτσάνγκ, η οποία χρηματοδοτεί πέντε από αυτές τις αγροτικές θυγατρικές τράπεζες, καταζητείται για «σοβαρά οικονομικά εγκλήματα». Σύμφωνα με αναφορές, δεκάδες δισεκατομμύρια γουάν από περίπου 400.000 καταθέτες επηρεάστηκαν από αυτό το σκάνδαλο.
Μετά από έναν μήνα άκαρπης αναμονής, εκατοντάδες καταθέτες συγκεντρώθηκαν έξω από το κτήριο της Επιτροπής Ρύθμισης των Τραπεζών της Κίνας (CBRC) στη Ζενγκζού (την πρωτεύουσα της επαρχίας Χενάν). Οι διαδηλωτές έφεραν πλακάτ με συνθήματα όπως «επιστρέψτε τις αποταμιεύσεις μου». Το ότι μπόρεσε να πραγματοποιηθεί μια διαμαρτυρία τέτοιας κλίμακας – παρά τους εξαιρετικά σκληρούς περιορισμούς της COVID-19 και το γενικά κατασταλτικό περιβάλλον υπό το καθεστώς του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) – δείχνει τη ραγδαία αυξανόμενη οργή των καταθετών.
Ωστόσο, αυτό που τράβηξε πραγματικά την πανεθνική προσοχή στην τραπεζική κρίση ήταν το σκάνδαλο του κόκκινου κώδικα υγείας της Χενάν. Πάνω από χίλια υγειονομικά στοιχεία για την COVID-19 που ανήκουν σε καταθέτες σε αγροτικές τράπεζες έγιναν ξαφνικά κόκκινα χωρίς κανέναν λόγο. Ένας κόκκινος κωδικός συνήθως υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο μόλυνσης, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί το άτομο από δημόσιους χώρους. Αυτή η κίνηση πυροδότησε την οργή των μαζών για τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία, ενισχύοντας τους φόβους για μέτρα κατά της COVID που αξιοποιούνται προσχηματικά για την ενίσχυση του πολιτικού ελέγχου του ΚΚΚ.
Αντιμετωπίζοντας μια παλίρροια κριτικής από το κοινό – το οποίο μάλιστα σχολιάστηκε δημόσια από συντηρητικούς όπως ο Χου Ξιτζίν, πρώην αρχισυντάκτης του κομματικού οργάνου Παγκόσμιοι Καιροί (Global Times) – το ΚΚΚ επιχείρησε έναν γνωστό ελιγμό σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την οργή των μαζών. Απέδωσε το σκάνδαλο στις ενέργειες λίγων τοπικών αξιωματούχων που παραβιάζουν προσωπικά την κομματική πειθαρχία και τους κανονισμούς του κράτους. Κατά συνέπεια, το κόμμα επέβαλε σε αυτούς τους αξιωματούχους πειθαρχικά μέτρα και δήλωσε ότι «δεν ανέχεται την αλλαγή του υγειονομικού κώδικα για λόγους που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο της πανδημίας».
Ωστόσο, αν και το ΚΚΚ υποσχέθηκε «την πιο αυστηρή και βαρύτερη τιμωρία» για τους παραβάτες αξιωματούχους, μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει ασκήσει δίωξη. Εν τω μεταξύ, οι απλοί πολίτες αντιμετωπίζουν συλλήψεις, ακόμη και ποινικές ποινές, εάν επιχειρήσουν να παραποιήσουν τους υγειονομικούς τους κώδικες. Είναι επομένως σαφές ότι η τιμωρία είναι «αυστηρότερη και βαρύτερη» μόνο όταν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της γραφειοκρατίας.
Η διαμαρτυρία του Ιουλίου και οι συνέπειές της
Τους επόμενους μήνες, υπήρξαν ορισμένες μικρότερες διαμαρτυρίες (συμπεριλαμβανομένης μιας στις 27 Ιουνίου κατά την οποία η αστυνομία χρησιμοποίησε προειδοποιητικούς πυροβολισμούς για να διαλύσει το πλήθος) και ένα δεύτερο σκάνδαλο κόκκινου υγειονομικού κώδικα εναντίον των καταθετών. Όμως δεν υπήρξε σχεδιασμός από την πλευρά της τράπεζας ή του κράτους για επιστροφή των αποταμιεύσεων στους καταθέτες. Η έλλειψη ειλικρίνειας και η διογκωμένη αλαζονεία του κράτους έχει εκνευρίσει πλήρως τους καταθέτες, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρία στις 10 Ιουλίου.
Περισσότεροι από χίλιοι καταθέτες έφεραν πανό με συνθήματα όπως, «όχι αποταμιεύσεις, όχι ανθρώπινα δικαιώματα», «ενάντια στη διαφθορά και τη βία της κυβέρνησης της Χενάν», «ενάντια στην κατάχρηση της εξουσίας, ενάντια στον ξυλοδαρμό καταθετών από συμμορίες ευθυγραμμισμένες με την κυβέρνηση της Χενάν». Άλλοι φώναξαν το σύνθημα: «Λι Κετσιάνγκ [πρωθυπουργός της Κίνας], ερεύνησε τη Χενάν!».
Το καθεστώς χρησιμοποίησε αμέσως μεγάλο αριθμό αστυνομικών ενάντια στη διαδήλωση και διέταξε τη διάλυσή της. Οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Μια ομάδα «άγνωστων ανδρών» φορώντας λευκά πουκάμισα επιτέθηκε στη συνέχεια στη διαμαρτυρία, σέρνοντάς τους και χτυπώντας τους για να διαλύσει το πλήθος. Την ίδια στιγμή, οι αστυνομικοί, οι οποίοι συχνά αναφέρονται ως «προστάτες του λαού» στην Κίνα, στάθηκαν αμέτοχοι και παρακολουθούσαν τη σφαγή να εκτυλίσσεται χωρίς να επέμβουν. Φαίνεται ότι οι διαδηλωτές δεν είναι ο «λαός» που υποτίθεται ότι προστατεύουν οι αστυνομικοί! Πολλοί από τους διαδηλωτές τραυματίστηκαν σοβαρά από τους κακοποιούς. Κάποιοι χτυπήθηκαν μέχρι να αιμορραγήσουν από τα μάτια ή το στόμα τους. Ένας διαδηλωτής με αναπηρία χτυπήθηκε ακόμη και αφότου έχασε τις αισθήσεις του.
Τα κύρια κινεζικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία είχαν καταγγείλει το σκάνδαλο του κόκκινου υγειονομικού κώδικα της Χενάν, τήρησαν πλήρη σιωπή για αυτό το περιστατικό. Μια εξαίρεση ήταν η Ζωή της Εβδομάδας (《三联生活周刊》), η οποία αναφέρθηκε προσεκτικά στο περιστατικό με μια χαρακτηριστική αναφορά στην τραπεζική κρίση, λέγοντας ότι οι διαδηλωτές «συγκρούστηκαν με την αστυνομία και μερικούς αγνώστους ανθρώπους και κάποιοι τραυματίστηκαν» (η έμφαση δική μας).
Ωστόσο, οι καταγγελίες για αυτές τις βάρβαρες ενέργειες αυξήθηκαν ραγδαία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μερικοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέκριναν τις δημόσιες φωτογραφίες αστυνομικών στην περιοχή και αυτών των «άγνωστων» ανδρών ντυμένων στα λευκά και διαπίστωσαν ότι ορισμένοι από τους κακοποιούς με τα λευκά πουκάμισα είχαν μεγάλη ομοιότητα με συγκεκριμένους αστυνομικούς, εκθέτοντας περαιτέρω την υποκρισία και τη σκληρότητα του αστυνομικού κράτους.
Ωστόσο, αναμφίβολα λόγω της αποφασιστικότητας που έδειξαν οι διαμαρτυρόμενοι καταθέτες, το κράτος έκανε γρήγορα μια σειρά από παραχωρήσεις. Στις 10 Ιουλίου, η αστυνομία της Ξουτσάνγκ ανακοίνωσε ότι «μια εγκληματική ομάδα με επικεφαλής τον Λίου Γι, μέσω του Νέου Περιουσιακού Ομίλου της Χενάν και σία… ελέγχει αρκετές αγροτικές τράπεζες όπως η Ξινμινσένγκ της Γιουζού… [Αυτοί] τις χρησιμοποίησαν για παράνομη μεταφορά κεφαλαίων,… χειραγώγηση επιχειρηματικών αρχείων, και για να αποκρύψουν πληροφορίες. Αυτές οι πράξεις εμπλέκουν τον Λίου σε πολλαπλά σοβαρά ποινικά αδικήματα».
Στις 11 Ιουλίου, μόλις μια ημέρα μετά τη διαμαρτυρία, το Τοπικό Χρηματοοικονομικό Ρυθμιστικό Γραφείο της Χενάν ανακοίνωσε ότι «ξεκινώντας από τις 15 Ιουλίου, οι αποπληρωμές θα πραγματοποιούνταν [στους καταθέτες], ξεκινώντας από μεμονωμένους πελάτες με καταθέσεις έως και 50.000 γουάν σε ένα ίδρυμα». Ο δεύτερος γύρος πληρωμών, ο οποίος αφορά καταθέσεις έως 100.000 γουάν (14.787$), ξεκίνησε στις 25 Ιουλίου. Έτσι, παρά την καταστολή της κυβέρνησης, το κίνημα έχει σημειώσει νίκες.
Πώς αναπτύχθηκε το κίνημα;
Οι διαμαρτυρόμενοι καταθέτες έδειξαν αποφασιστικότητα και γενναιότητα από την αρχή, ειδικά απέναντι στον αυταρχισμό του καθεστώτος του ΚΚΚ. Ωστόσο, η διαμαρτυρία του Ιουλίου είχε πολύ διαφορετικό πνεύμα από εκείνες του Μαΐου και του Ιουνίου. Αυτό ήταν μια έκφραση της διαλεκτικής ανάπτυξης του κινήματος.
Φυσικά, η διαμαρτυρία του Ιουλίου ήταν η μεγαλύτερη και σήμανε την άνοδο της έντασης του κινήματος. Ωστόσο, το πιο σημαντικό από όλα ήταν η πολιτικοποίηση των συνθημάτων αυτής της διαμαρτυρίας – κάτι που είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Κίνα. Τα συνθήματα που ακούστηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο, όπως το «επιστρέψτε τις καταθέσεις μου», ήταν καθαρά οικονομικά και δεν επιτέθηκαν άμεσα στο καθεστώς. Οι αλαζονικοί γραφειοκράτες, ωστόσο, δεν μπορούσαν να ανεχθούν ούτε καν αυτές τις μετριοπαθείς διαμαρτυρίες. Οι ντόπιοι γραφειοκράτες όχι μόνο δεν απάντησαν με λογικό τρόπο, αλλά κατέφυγαν σε βάναυση καταστολή, η οποία με τη σειρά της ώθησε τους καταθέτες να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα. Επιπλέον, οι κινεζικές μάζες μπορούσαν να αισθανθούν – αν όχι συνειδητά – ότι σε δύο σκάνδαλα κόκκινου υγειονομικού κώδικα, η βυζαντινή κρατική μηχανή είχε αποδείξει πως αντιτίθεται θεμελιωδώς στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Καθώς η σύγκρουση εντάθηκε, οι διαδηλωτές στις 10 Ιουλίου δεν περιορίστηκαν στο να απαιτήσουν μόνο την αποπληρωμή τους, αλλά χρησιμοποίησαν γενικά συνθήματα με πολιτικές προθέσεις. Εστίασαν στην «κατάχρηση εξουσίας» και τη «διαφθορά και τη βία» της κυβέρνησης της Χενάν και απαίτησαν «(γνήσια) ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και την ύπαρξη/άσκηση από τον/του νόμο/νόμου» [η κινεζική λέξη «法治» σημαίνει και τα δύο]. Αν και αυτά τα αιτήματα είναι δανεισμένα σε μεγάλο βαθμό απευθείας από την προπαγάνδα του ίδιου του ΚΚΚ, η οποία απεικονίζει την Κίνα σαν να έχει ήδη όλα αυτά τα πράγματα, εντούτοις υποδεικνύουν ένα ποιοτικό άλμα του κινήματος από το οικονομικό στο πολιτικό.
Φυσικά, είναι δύσκολο να πούμε πόσο σημαντικά ήταν πραγματικά αυτά τα πολιτικά συνθήματα για τους διαδηλωτές, αλλά σίγουρα έδειχναν την αποστροφή τους – για να μην αναφέρουμε τη δυσπιστία – προς το καθεστώς. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν τα συνθήματα του ίδιου του καθεστώτος για να το επικρίνουν αντικατοπτρίζει μια αυξανόμενη πολιτική κατανόηση (αν και είναι ακόμα γενικά χαμηλή) μεταξύ μιας ολοένα αυξανόμενης μερίδας των κινεζικών μαζών και ότι η νομιμότητα του καθεστώτος έχει ταρακουνηθεί.
Η συνεχής καταστολή της κυβέρνησης, από τη μια πλευρά έδειξε την απόλυτη περιφρόνησή της για τις μάζες, αλλά από την άλλη εξέθεσε την έλλειψη εμπιστοσύνης και τον φόβο της για τα μαζικά κινήματα. Αυτή η δυαδικότητα εκφράζεται στο πώς, μετά τη βάναυση διάλυση της διαμαρτυρίας του Ιουλίου, προωθήθηκε αμέσως ένα σχέδιο αποπληρωμής. Ακόμη και μπροστά σε τέτοιες ειρηνικές διαμαρτυρίες, η γραφειοκρατία φοβόταν ότι οι άμεσες παραχωρήσεις θα αποδυνάμωναν την εικόνα της απόλυτης εξουσίας και θα ενθάρρυναν περαιτέρω τους μαζικούς αγώνες. Αυτή η στάση απέδειξε την ανικανότητά τους στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και ότι μπορούν να βασίζονται μόνο στη βία. Όπως είπε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, «ο φόβος δεν εξουσιάζει μόνο αυτούς που κυβερνώνται, αλλά και τους κυβερνώντες».
Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κράτος εξακολουθεί να αποπληρώνει καταθέσεις κάτω των 100.000 γουάν και είναι άγνωστο πότε θα επιστραφούν όλες οι καταθέσεις. Ωστόσο, ο αγώνας και τα εγκλήματα του κράτους που προβλήθηκαν μέσα από αυτό το επεισόδιο θα παραμείνουν στο μυαλό εκατομμυρίων Κινέζων. Είναι ένας αγώνας σε μια ολόκληρη αλυσίδα αγώνων των σταδιακά αφυπνιζόμενων κινεζικών μαζών, που αλλάζει διακριτικά τη συνείδησή τους. Καθώς πλησιάζουν νέες καταιγίδες, οι μελλοντικοί αγωνιστές θα πρέπει να μελετήσουν τα πολύτιμα μαθήματα που περιέχονται σε αυτό το γεγονός.
Ένα βάρβαρο κοινωνικό σύστημα
Οι διαδηλωτές αναμφίβολα προέβαλαν το σύνθημα, «όχι αποταμιεύσεις, όχι ανθρώπινα δικαιώματα» σε μια προσπάθεια να τονίσουν το δικαίωμά τους να ανακτήσουν τις καταθέσεις τους, αλλά επίσης απέδειξαν ημισυνειδητά ότι στην Κίνα, ή και σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, η ατομική ιδιοκτησία είναι η προϋπόθεση των λεγόμενων «ανθρώπινων δικαιωμάτων». Σε αυτό το σύστημα, που βάζει το κέρδος πάνω από τους ανθρώπους, ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσουμε νομοθετικά τα δικαιώματά μας – συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή και την υγεία – είναι να έχουμε αρκετό πλούτο.
Οι τραγωδίες που χρειάστηκε να υπομείνουν πολλοί καταθέτες που ανήκουν στην εργατική τάξη ως αποτέλεσμα αυτής της τραπεζικής καταστροφής είναι μια αντανάκλαση αυτής της ωμής κοινωνικής πραγματικότητας. Μετά το ξέσπασμα της τραπεζικής κρίσης, μια πρώην λογίστρια έχασε την όρασή της στο αριστερό της μάτι λόγω υπερβολικού άγχους και δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει οικονομικά στην κατάλληλη ιατρική περίθαλψη χωρίς τη βοήθεια της οικογένειας της αδερφής της. Το πιο αποτρόπαιο είναι ότι μια υπάλληλος, η οποία ήταν και η ίδια άρρωστη αλλά αρνήθηκε τη θεραπεία λόγω της ανάγκης να δοθεί προτεραιότητα στη θεραπεία των ασθενειών της μητέρας της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θεραπεία της μητέρας της λόγω έλλειψης χρημάτων. Δεν ήταν σε θέση να καλύψει οικονομικά την κηδεία μετά το θάνατο της μητέρας της.
Για αυτούς τους καταθέτες, οι μήνες κατά τους οποίους περίμεναν την απάντηση του κράτους ήταν αναμφίβολα ένα έγκλημα. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής του Νέου Περιουσιακού Ομίλου, Λίου Γι – ένας παθιασμένος συλλέκτης αντικών – συνεχίζει την πολυτελή του ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η βαρβαρότητα του καθεστώτος και η αδυναμία του να εφαρμόσει ακόμη και τους δικούς του νόμους, πρέπει να αποκαλυφθεί και να επικριθεί διεξοδικά. Αλλά το απλό αίτημα για μια «αξιόπιστη» αστική κυβέρνηση – όπως εγείρουν πολλοί φιλελεύθεροι στην Κίνα και διεθνώς – δεν μπορεί να δώσει μια πλήρης απάντηση στο ερώτημα που τίθεται. Μια καπιταλιστική κοινωνία με καλύτερη προστασία των εισοδημάτων των εργαζομένων, αν και προφανώς λιγότερο τρομακτική, θα παραμένει μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στο κέρδος και που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο. Ακόμα και αν οι τράπεζες λειτουργούν «κανονικά», τραγωδίες όπως αυτές θα λαμβάνουν χώρα σε τακτική βάση.
Επιπλέον, αν και το κράτος έχει κατηγορήσει διεφθαρμένους τοπικούς γραφειοκράτες και παράνομους επιχειρηματίες για αυτή την κρίση – προσπαθώντας να την παρουσιάσει ως ένα τυχαίο γεγονός – πρέπει να καταλάβουμε ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί ποτέ να εξαλείψει τη συμπαιγνία μεταξύ της καπιταλιστικής τάξης και του κράτους. Τα «αρχεία Uber» που διέρρευσαν πρόσφατα το επιβεβαιώνουν αυτό. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί ποτέ να εξαλείψει την καταπίεση και τη βία. Εξάλλου, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει πλέον διάφορες ταυτόχρονες κρίσεις χρέους. Αυτές περιλαμβάνουν μια κρίση κατά την οποία οι τράπεζες δεν μπόρεσαν να παράσχουν σπίτια σε αγοραστές κατοικιών, με αποτέλεσμα το μποϊκοτάζ της αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων από τους δανειολήπτες. Αυτές οι κρίσεις απεικονίζουν την πίεση που ασκείται από την οικονομική ύφεση στο κινεζικό τραπεζικό σύστημα, θέτοντας ξανά σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις των μαζών. Το θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι λοιπόν μια ομάδα απερίσκεπτα διεφθαρμένων αξιωματούχων. Μάλλον, είναι το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού, δηλαδή αυτό που το ΚΚΚ αποκαλεί γελοιωδώς «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά».
Αυτό που χρειαζόμαστε πραγματικά είναι μια κοινωνία που θα βάζει τις ανθρώπινες ανάγκες πάνω από τα κέρδη, δηλαδή μια δημοκρατική οικονομία που θα σχεδιάζεται από την εργατική τάξη. Αυτό απαιτεί την κατάργηση του καπιταλισμού. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο οι μάζες – πάνω από όλα το προλεταριάτο – να συσπειρωθούν γύρω από ένα μαρξιστικό πρόγραμμα και να αγωνιστούν αποφασιστικά ενάντια στην κινεζική καπιταλιστική τάξη και το δεσποτικό της καθεστώς, όχι μόνο για μεταβατικά δημοκρατικά και εργατικά δικαιώματα, αλλά και για τη σοσιαλιστική επανάσταση.