Χιλή: Το επαναστατικό κίνημα συνεχίζεται παρά την καταστολή και τις ψευτο-παραχωρήσεις

Πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους του Σαντιάγο την περασμένη Παρασκευή 14 Οκτωβρίου, στη «μεγαλύτερη πορεία της Χιλής» όπως την αποκάλεσαν. Μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα μία εβδομάδα μετά τη κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, το κατέβασμα του στρατού στους δρόμους και την απαγόρευση κυκλοφορίας που επέβαλε η κυβέρνηση Πινιέρα. Συνολικά πάνω από 2.000.000 διαδήλωσαν κατά του καθεστώτος σε όλη τη χώρα.

[Source]

Ούτε η βίαιη καταστολή, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ούτε οι ψεύτικες παραχωρήσεις σταμάτησαν ένα κίνημα που ξεκίνησε ως διαμαρτυρία των μαθητών κατά των αυξήσεων στα εισιτήρια του μετρό στο Σαντιάγο και γρήγορα έγινε πανεθνικό κίνημα εναντίον των περικοπών, των ανισοτήτων, των ιδιωτικοποιήσεων, των επιθέσεων στην εργατική τάξη και γενικά ενάντια σε ολόκληρο το καθεστώς των τελευταίων 30 χρόνων.

Το κίνημα, αυθόρμητα, προχώρησε σε γενική απεργία τη Δευτέρα της περασμένης εβδομάδας και ανάγκασε την επίσημη ηγεσία των συνδικάτων να καλέσει διήμερη γενική απεργία στις 22 και 23 του μήνα. Αλλά πραγματικά οι ηγεσίες των οργανώσεων της εργατικής τάξης είναι ανίκανες να δώσουν στο κίνημα μία κατεύθυνση. Ευρείες μορφές αυτο-οργάνωσης αρχίζουν να αναδύονται από «τα κάτω»: «cabildos abiertos» (ανοικτά συμβούλια) και τοπικές συνελεύσεις, οι οποίες σε ορισμένα σημεία, όπως στο Βαλπαραΐσο αρχίζουν να συντονίζονται. Αυτός είναι ο δρόμος προς τα εμπρός.

Κάτω ο Πινιέρα!

«Ya cayó, ya cayó » (Έχει πέσει, έχει πέσει) ήταν το σύνθημα της γιγαντιαίας διαδήλωσης της 14ης Οκτωβρίου στο Σαντιάγο. Και αυτό είναι ένα πιθανό αποτέλεσμα. Το καθεστώς βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν λαό που δεν τρομοκρατείται. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι στρατιώτες έσπασαν την πειθαρχία (τουλάχιστον μία περίπτωση αναφέρθηκε, στη Αντοφαγάστα). Το καθεστώς έχει λίγες επιλογές και αν θέλει να αποτρέψει μια επαναστατική ανατροπή του, πρέπει να λάβει δραστικά μέτρα.

Αμέσως μετά την πορεία, ο Πρόεδρος Πινιέρα ανακοίνωσε το τέλος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της απαγόρευσης κυκλοφορίας, και τον πλήρη ανασχηματισμό του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην πραγματικότητα, αυτά ήταν απλά διακοσμητικά μέτρα που στοχεύουν να δώσουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που «ακούει» και ότι η χώρα «επιστρέφει στην ομαλότητα». Τίποτα από αυτά «δεν δούλεψε». Την Κυριακή και τη Δευτέρα υπήρξαν και πάλι μαζικές διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν από τα κάτω, με το σύνθημα «Δεν έχει τελειώσει ακόμα» σε όλη τη χώρα και η καταστολή συνεχίστηκε. Με αποφασιστικό τρόπο, οι διαδηλωτές βάδισαν τώρα προς τα κτίρια που εκπροσωπούν την εξουσία: στο Βαλπαραΐσο δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν προς το Κογκρέσο (το οποίο έπρεπε να εκκενωθεί) και στο Σαντιάγο, οι μάζες που προχώρησαν προς το ανάκτορο “La Moneda”, σταμάτησαν μόνο λόγω της άγριας καταστολής.

Εν τω μεταξύ, οι συνδικαλιστές ηγέτες και η κοινοβουλευτική Αριστερά δεν έχουν ιδέα τι πρέπει να κάνουν, και στην πράξη πασχίζουν να αποτρέψουν μια επαναστατική ανατροπή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εστιάζει τη στρατηγική του σε μια πολιτική δίκη (μομφή) κατά του Πινιέρα και του υπουργού και ξαδέρφου του, Τσάντσγουικ: δηλαδή έναν συνταγματικό ελιγμό, με λίγες πιθανότητες να προχωρήσει, όταν οι μάζες βρίσκονται στους δρόμους για να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Οι ηγέτες της «Κοινωνικής Ενότητας» (ενός συνασπισμού πάνω από 50 συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων) έχουν καλέσει για μία μονοήμερη Γενική Απεργία την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, δηλαδή ένα βήμα προς τα πίσω σε σχέση με την 48ωρη απεργία της προηγούμενης εβδομάδας, σε μια φάση που το κίνημα ήδη αναπτύσσεται στην κατεύθυνση απεργίας διαρκείας με καθημερινές κινητοποιήσεις.

Όλοι τους προσπαθούν να «καταδικάσουν τη βία», πέφτοντας στην παγίδα του διαχωρισμού των «βίαιων βανδαλιστών» από τους «ειρηνικούς διαδηλωτές», όταν στην πραγματικότητα αυτό που παρατηρούμε είναι ένα ενιαίο κίνημα που έχει αποκτήσει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά. Φυσικά, οι επαναστάτες μαρξιστές δεν τάσσονται υπέρ της τυχαίας καταστροφής περιουσιών ως στρατηγική του κινήματος. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θέσουμε τους εαυτούς μας στην ίδια πλευρά με την αστική κυβέρνηση που απαιτεί την καταδίκη της βίας, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα την πιο βάναυση καταστολή κατά του κινήματος. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να αποφευχθεί η βία (πρωτίστως η βία του κράτους) είναι να δοθεί στο κίνημα ένας οργανωμένος και δημοκρατικός χαρακτήρας, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης της αυτοάμυνας των εργαζομένων. Έχουν ήδη ληφθεί ορισμένα μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως η σύσταση της Επιτροπής Έκτακτης Ανάγκης και Προστασίας που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία των εργαζομένων στην εκπαίδευση στο Αντοφαγάστα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η αστική τάξη μπορεί να προσπαθήσει να βρει αντικαταστάτη και να θυσιάσει μερικά πιόνια. Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός δεν είχε επίδραση στο κίνημα. Είναι πιθανό να δοκιμάσουν κάποιο είδος πρωτοβουλίας που θα εμπλέκει τις ηγεσίες του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Ευρέως Μετώπου (συνασπισμός «δημοκρατικών-προοδευτικών» κομμάτων) και των συνδικάτων. Οι Financial Times, ένα όργανο της βρετανικής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, απαίτησαν ουσιαστικές και δαπανηρές παραχωρήσεις και ένα νέο υπουργικό Συμβούλιο, διατηρώντας παράλληλα τον Πρόεδρο. Αλλά αυτό έγινε στις 22 Οκτωβρίου: σήμερα, τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι ανεπαρκή. Θα πρέπει να θυσιάσουν τον Πινιέρα.

Μια Συντακτική Συνέλευση;

Δεν έχει καν αποκλειστεί, ανάλογα με το πόσο μακριά πάει το κίνημα, ότι θα υπάρξει η σύγκληση κάποιου είδους περιορισμένης Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία θα οργανωθεί από «τα πάνω» σε μία προσπάθεια να εκτρέψει το κίνημα. Στελέχη του Σοσιαλιστικού κόμματος και του Κομμουνιστικού κόμματος, με την υποστήριξη κάποιων δεξιών ηγετών, μιλούν ήδη για ένα «συνταγματικό δημοψήφισμα» που θα διεξαχθεί μέσα σε λίγους μήνες. Η παγίδα έχει στηθεί.

Το μαζικό επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης και των νέων συμπεριλαμβάνει ευρεία κοινωνικά στρώματα και αντανακλά τη συσσωρευμένη οργή. Το κίνημα ξέρει τι δεν θέλει. Δεν θέλει τον Πινιέρα. Αλλά δεν έχει μια πολύ ξεκάθαρη ιδέα για το τι θέλει και στερείται ηγεσίας με ξεκάθαρο πρόγραμμα για να το οδηγήσει μπροστά. Αναπόφευκτα, έχοντας φτάσει σε κάποιο σημείο, η κόπωση θα αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της.

Οι οργανώσεις της Κοινωνικής Ενότητας μιλούν για μια Συντακτική Συνέλευση «για να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο». Είναι αλήθεια ότι η Χιλή έχει ένα Σύνταγμα με πολλά αντιδημοκρατικά στοιχεία από την εποχή Πινοσέτ. Αλλά δεν είναι λιγότερο αληθές το ότι η αλλαγή του Συντάγματος από μόνη της δεν εγγυάται καθόλου ότι θα αλλάξουν. Ένα Σύνταγμα μπορεί να περιέχει πολύ ωραία λόγια για το δικαίωμα στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την εκπαίδευση, τη στέγαση κ.λπ. Ωστόσο, το καπιταλιστικό σύστημα που βρίσκεται σε κρίση δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι αυτό θα τεθεί σε εφαρμογή.

Αυτό που απαιτείται δεν είναι να «αλλάξουμε το μοντέλο», αλλά να καταργήσουμε τον καπιταλισμό, του οποίου το μοντέλο έχει μόνο μια έκφραση. Αυτό που απαιτείται είναι ένα πρόγραμμα επανεθνικοποίησης των AFPs (ιδιωτικών συντάξεων), του χαλκού, του νερού, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και των μονοπωλίων, έτσι ώστε όλος ο πλούτος της χώρας που δημιουργείται από την εργατική τάξη, να μπορεί, μέσα από τον δημοκρατικό σχεδιασμό, να κατευθυνθεί στην κάλυψη των αναγκών της πλειοψηφίας και όχι στα προνόμια μιας μικρής μειοψηφίας. Αυτό δεν θα επιτευχθεί μέσω μιας Συντακτικής Συνέλευσης η οποία, εξάλλου, είναι απλώς ένα άλλο αστικό Κοινοβούλιο. Στο μυαλό των μαζών, η Συντακτική Συνέλευση αντιπροσωπεύει την ιδέα μιας βαθιάς και θεμελιώδους αλλαγής. Στο μυαλό των ρεφορμιστών και της αστικής τάξης, αποτελεί μία ακόμα προσπάθεια να εκτροχιαστεί το κίνημα σε ασφαλείς διαύλους αστικού κοινοβουλευτισμού.

Ο εργαζόμενος λαός στους δρόμους χτίζει ήδη τις δικές του οργανώσεις εξουσίας. Είναι ανάγκη να συντονιστούν τα “cabildos abiertos” και οι τοπικές συνελεύσεις, μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων, σε μια μεγάλη Εθνοσυνέλευση του Εργαζόμενου Λαού, η οποία θα πρέπει να θέσει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, για την επίλυση των πιεστικών προβλημάτων του λαού της Χιλής.